υπερτελώ

υπερτελώ
-έω, Α [ὑπερτελής]
1. υπερβαίνω το τέρμα, υπερπηδώ
2. πληρώνω τα οφειλόμενα μέσα στα χρονικά πλαίσια τής προθεσμίας
3. πληρώνω περισσότερα από τα καθορισμένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”